- προσοπτίλλω
- προσοπτίλλω,A v. ποτοπτίλλω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσοπτίλλω — Α παρατηρώ με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀπτίλλος«μάτι»] … Dictionary of Greek
ποτοπτίλλω — Α (δωρ. τ.) προσοπτίλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὀπτίλλος «μάτι»] … Dictionary of Greek